- περίπτωση
- η / περίπτωσις, -ώσεως, ΝΑ, ιων. τ. γεν. -ιος Α [περιπίπτω]καθετί που συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί, τυχαίο περιστατικό, πιθανή κατάσταση, ενδεχόμενο («δεν προβλέπεται περίπτωση σύρραξης»)νεοελλ.1. η μορφή, ο τρόπος κατά τον οποίο μπορεί να συμβεί ή να εκδηλωθεί κάτι2. φρ. α) «εν ῃ περιπτώσει» ή «στην περίπτωση που [ή κατά την οποία]» — εάν συμβεί να...β) «σε αντίθετη περίπτωση» — αν, αντίθετα, συμβεί να...γ) «σε καμιά περίπτωση» — ουδέποτε, ποτέδ) «εν πάση περιπτώσει» — όπως και αν έχουν τα πράγματα, οπωσδήποτεε) «σε αυτήν την περίπτωση» — αν συμβεί αυτόστ) (για πρόσ.) (με μτφ. σημ.) «είναι περίπτωση» — παρουσιάζει ιδιαιτερότητες στη συμπεριφορά τουαρχ.1. (για αστέρα) η είσοδος στη σκιά τής Γής2. πείρα, εμπειρία3. φρ. «ἀπὸ περιπτώσεως» — συμπτωματικά.
Dictionary of Greek. 2013.